Κριτικές συλλογής διηγημάτων "Η Γιγαντιαία Πτώση μιας Βλεφαρίδας" (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2011)
(α) Θάνος Σταθόπουλος, εφημερίδα Κυριακάτικη Καθημερινή (Ελλάδος) 16/10/11 & εφημερίδα Κυριακάτικη Καθημερινή (Κύπρου) 23/10/11
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_16/10/2011_459343
Η πτώση ενός κόσμου παράλογου
Μία βλεφαρίδα που πέφτει από ύψος ενός μέτρου και 65 εκατοστών είναι η κατάληξη και το πλέον εκτεταμένο διήγημα της πρώτης συλλογής διηγημάτων της Μαρίας Α. Ιωάννου (Λεμεσός, 1982). Πριν, ένας άνδρας κατοικεί σε μία βαλίτσα 168 εκ., μία γυναίκα κολλάει τον εαυτό της στην καρέκλα και εν συνεχεία στο νεροχύτη γράφοντας, στέρνα ανθίζουν, βγάζουν κλαδιά και συναντούν στο δρόμο άλλους ανθρώπους επίσης ανθισμένους, ένας πολυέλαιος παρακολουθεί τις διεστραμμένες ερωτικές συνευρέσεις του ηλικιωμένου ιδιοκτήτη του με νεαρές γυναίκες, παθαίνοντας ηλεκτροπληξία και πέφτοντας ανάμεσα στις σεξουαλικές στάσεις, μια πόλη αναποδογυρίζεται, λέξεις εξαφανίζονται κ.ο.κ. Ενας κόσμος υπαρκτός, αναγνωρίσιμος, μοντέρνος, ωστόσο όχι σε τόσο «φυσιολογική» και άνετη κατάσταση. Το παράλογο υπήρξε πάντοτε η φόδρα του πράγματος. Η συγγραφέας αντιμετωπίζει την πραγματικότητα ως αέναη μετάβαση σε αυτό που όντως τείνει, στο «άλλο» που μπορεί να συμβεί, κι εν τέλει συμβαίνει (...)
(...) Ο κίνδυνος σε μια τέτοια αντιμετώπιση και λογοτεχνική μεταφορά του κόσμου είναι το γκροτέσκ. Η Μαρία Α. Ιωάννου δεν τον διατρέχει ούτε στιγμή. Η αφήγησή της κινείται με ειλικρίνεια, επιδεξιότητα, ισορροπία, φαντασία και βάθος. Η γλώσσα της, ώριμη, πυκνή, ελλειπτική, σημαίνουσα, πενθητική (περιέχοντας στο έπακρον τις ψυχοσωματικές σχέσεις της γενιάς της), εμβαθύνει στο παρόν και το παρελθόν με προσωπικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς υπαινιγμούς, κάποτε στα όρια της απόστασης και της σωσίβιας ειρωνείας. Ο Φραντς Κάφκα, ο Σάμιουελ Μπέκετ και η Κασσάνδρα και ο Λύκος της Μαργαρίτας Καραπάνου της παραστέκουν αρχαγγελικά (...)
(...) Η Μαρία Α. Ιωάννου έγραψε ένα λίαν αξιοπρόσεκτο πρώτο βιβλίο, το οποίο δεν έχει να κάνει σε τίποτα με ό,τι έχει γραφτεί ήδη από τη γενιά της.
(β) Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, Κυπριακή εφημερίδα Φιλελεύθερος 13/11/11
Το αντεστραμμένο είδωλο του αστικού κόσμου
(...) Στην ίδια σκηνή, στον ίδιο κλειστοφοβικό αστικό ιστό, στην ίδια άχρονη ροή της συγχρονικότητας όπου τα πάντα μοιάζουν στάσιμα, η Ιωάννου δεν ξαναπαίζει απλώς τα προσωπικά δράματα των πρωταγωνιστών της, μα ασκεί εμμέσως - πλην όμως, άκρως δραστικά - τη ματιά της στα κοινωνικά και πολιτικά τεκταινόμενα της εποχής, δίχως μελοδραματισμούς και μεγαλόπνοα ρητορικά σχήματα (...)
(...) Καταληκτικά, "Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας" αποτελεί ένα ιδιαίτερο κείμενο με φαντασία και αναλυτικό βάθος που αξίζει την προσοχή αναγνωστών και ειδημόνων - ένα από τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία της πρόσφατης ευρύτερα νεοελληνικής πεζογραφίας.
(γ) Μικέλα Χαρτουλάρη, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 17/12/11
Τριαντάρηδες ταλαντούχοι και πρωτοεμφανιζόμενοι
Είναι η πρώτη λογοτεχνική γενιά του 21ου αιώνα και ψάχνει να βρει το στίγμα της σε μια εποχή κρίσης, κρίνοντας με αυστηρότητα τις γενιές που διαμόρφωσαν το προφίλ της Ελλάδας μετά τη Μεταπολίτευση. Η φωνή τους πρωτότυπη και αποσπασματική αποτυπώνεται σε σύντομα κέιμενα που αντλούν τη δύναμή τους από την αυθεντικότητά τους (...)
(...) Η Μαρία Ιωάννου διάλεξε τη γλώσσα του σουρεαλισμού και του παράδοξου για τις 16 ιστορίες της "Γιγαντιαίας πτώσης μιας βλεφαρίδας" (Γαβριηλίδης). Ιστορίες που αναπτύσσονται γύρω από ένα στιγμιότυπο, μια καθημερινή ρουτίνα, μια σκέψη και απηχούν μια κοσμοπολίτικη όσο και ντόπια κουλτούρα (...) "Η γενιά μου νιώθει να παλεύει με τον εαυτό της. Θέλουμε να αλλάξει η γεμάτη προκαταλήψεις κυπριακή νοοτροπία, αλλά έχουμε δεχτεί πλύση εγκεφάλου για το ότι η προσέγγιση με τους Τουρκοκυπρίους είναι προδοσία..."
http://www.tanea.gr/vivliodromio/?aid=4680924
(δ) Γιώργος Χρονάς, εφημερίδα Ελευθεροτυπία 12/11/11
Βιβλία σε στόματα λεόντων καθώς πέφτει η θερμοκρασία του σώματος - 65 βιβλία δίπλα μας
*Μαρία Α. Ιωάννου: Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σ. 159. Κάτω από τον ψεύτικο τίτλο -φιλολογική απάτη ή εξυπνάδα- ιδιοφυή διηγήματα από τη Μαρία Α.Ιωάννου που γεννήθηκε το 1982 στη Λεμεσό και εκδίδει για πρώτη φορά.
(ε) Αλέξανδρος Ακριτίδης, Cadences: a journal of literature and the arts in Cyprus Vol. 7 / Φθινόπωρο 2011 + www.apostaktirio.gr
«Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας» είναι μια ξεχωριστή συλλογή διηγημάτων. Διαρρηγνύοντας ριζικά κάθε δεσμό με τον κλασικό τρόπο συγγραφής ενός βιβλίου, η Μαρία Ιωάννου αναζητά νέους λεκτικούς δρόμους που διαποτίζονται από υπερρεαλιστικά και φανταστικά στοιχεία. Οι παρενθέσεις ανοίγονται τόσο συχνά, εμπεριέχοντας ωστόσο τη δική τους σημασία, ενώ υπάρχουν σκηνές που εκτυλίσσονται σαν γρήγορα καρέ μέσα σε υγρά και σκοτεινά τοπία, κάτι σαν μείξη SEVEN με ταινίες του Aronovsky(Requiem for a Dream). Οι ρόλοι αναμειγνύονται και εναλλάσσονται με γοργούς ρυθμούς. Οι ήρωες γίνονται θύματα των πράξεών τους ή του σύγχρονου αδίστακτου βίου, ενώ η ωμότητα των σκηνών ξεδιπλώνεται στα μάτια μας χωρίς κανένα ταμπού ή περιστροφές. Δεν κρύβω πως σε αρκετά σημεία σοκαρίστηκα, όχι γιατί αυτά που διάβαζα δεν υπάρχουν στον αληθινό κόσμο, αλλά γιατί θέλει τόλμη εκ μέρους του συγγραφέα για να τα παραθέσει έτσι απλά σε μια συλλογή διηγημάτων (...)
(...) Εύχομαι αυτή η νέα και διαφορετική φωνή της Κύπρου να βρει συμπαραστάτες και συνοδοιπόρους σ’ αυτούς τους νέους δρόμους που ανοίγει.
(ζ) Πάρις Αριστείδης, συγγραφέας και σεναριογράφος
www.parisaristides.com
Μιά διείσδυση στο σύνορο. Εκεί που ξεκινά το πένθος για ζωές που χάθηκαν, για ζωές που χάνονται περνώντας με παραλήρημα το σύνορο της ζωής προς το θάνατο, για μια ζωή που θα χαθεί σε λίγο... Η απόσταση από το διάβημα, ο απροσδιόριστος χρόνος που χρειάζεται μια βλεφαρίδα να πέσει από το μάτι στο τίποτα. Ζωές που λιποτακτούν από μιά βαρετή βεβαιότητα προς μία, όχι πάντα, ανάλαφρη λύτρωση, αλλά σε ένα εξίσου πένθιμο επέκεινα (...)
(...) Η γραφή της συγγραφέως ελλειπτική αποφεύγει να ιχνογραφήσει το αυτονόητο. Οι λέξεις της σαν έντομα στριφογυρνούν γύρω από το αντικείμενο και υποψιάζουν τον αναγνώστη για το σώμα του θέματος. Λέξεις - πεταλούδες, λέξεις-μέλισσες, σφήκες ή μύγες κάθονται στο ζωντανό πτώμα μιάς ζωής που δεν έχει αξία να τη ζει κανείς. Πως αλήθεια σ’ένα μεσογειακό τοπίο που σφύζει από ζωή και εξωστρέφεια βγήκε μια τέτοια κεντροευρωπαϊκή αίσθηση απελπισίας;
(η) http://andreaskandreou.blogspot.com/2012/01/blog-post.html
(...) Η συγγραφέας χειρίζεται με επιδέξιο τρόπο την ελληνική γλώσσα και το γράψιμό της διακατέχει μια ποιητικότητα. Σε κάποια από τα διηγήματα, πάντως, προκαλεί εντύπωση η ωμότητα του λόγου της Ιωάννου η οποία ξαφνιάζει περισσότερο όταν γνωρίζεις ότι το κείμενο που διαβάζεις έχει γραφτεί από μια γυναίκα - συγγραφέα (...)
(θ) Ανδρέας Κούνιος, εφημερίδα ΑΛΗΘΕΙΑ, 28/3/12
Το απόλαυσα. Από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα. Έκανα και επιστροφές, ώστε να μπαίνω καλύτερα στο νόημα μερικών διηγημάτων. Που είναι, το νόημα εννοώ, κουβάρι. Χρειάζεται παρατηρητικότητα και διορατικότητα εκ μέρους του αναγνώστη. Η Μαρία Α. Ιωάννου, πάντως, διαθέτει και τα δύο. Και έμπνευση σατανικά αγγελική, ή αγγελικά σατανική. Και σε βιδώνει στο κάθισμά σου. Και χαίρεσαι ακόμα και τις υπερβολές της, ακόμα και τις ακρότητές της, ακόμα και τους κλυδωνισμούς της. Επειδή, εκτός των άλλων, λογοτεχνία είναι και φαντασία. Γόνιμη και δημιουργική. Ενίοτε και αλλόκοτη - γιατί όχι; Στη λογοτεχνία, και στη φαντασία, δεν βάζεις κανόνες. Τις αφήνεις ελεύθερες και όπου σε πάνε.
Βεβαίως, το γράψιμο της Ιωάννου είναι, κατά την άποψή μου, στο μεγαλύτερο μέρος του υπαινιχτικό. Μοιάζει με θολό τζάμι - χρειάζεται να σκουπίσεις με το μανίκι το γυαλί, για να δεις τι υπάρχει στο απέναντι πεζοδρόμιο, στο απέναντι κατάστημα, στο απέναντι όνειρο. Καλύτερα όμως. Άμα είσαι αναγνώστης με απαιτήσεις, άμα σε γοητεύει, λίγο ή πολύ, η ψυχογραφική τεθλασμένη, τότε τα διηγήματα της συλλογής απευθύνονται σ' εσένα.
Μια βλεφαρίδα πέφτει - από πόσα στάδια θα περάσει, άραγε, η πτώση της; Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με το μικρό πολυέλαιο. Πέφτει ή μήπως ανεβαίνει; Μήπως πέφτει ανεβαίνοντας; Και από πότε έγινε ικανός να ερμηνεύει τις ανθρώπινες συμπεριφορές; Όσο για το Αγρινό, κατασκοπεύει εικόνες και πρόσωπα, σαν πράκτορας μυστικών υπηρεσιών - απλά και ουσιαστικά.
«Το Αγρινό έστεκε σε ένα γωνιακό κατάστημα (που πουλούσε γούνες από Ρωσία), κοιτάζοντας επίμονα τις φάτσες των επιχειρηματιών να περνούν και τα βρώμικα χέρια παραδίπλα καθαρμάτων. Το σώμα του παράμενε ακίνητο, ούτε μια τρίχα δεν κύρτωνε από τον άνεμο. Τίποτε απολύτως δεν τρυπούσε το χοντρό διάφανο γυαλί της βιτρίνας. Δεν μπορούσε να δει τις ακριβές τσάντες Cucci των γυναικών ούτε και τις σκοτεινές σκέψεις γερασμένων διεστραμμένων ανδρών. Είχε τις δικές του σκέψεις. Δεν έβλεπε ούτε τον ήλιο ούτε τα σύννεφα ούτε τη φρεσκογυαλισμένη με κερί Πόρσε στους στενούς δρόμους, μα ούτε και το κοριτσάκι με τα γυάλινα μάτια και το γλειφιτζούρι. Μόνο το είδωλό του στο γυαλί. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα πού βρίσκονταν οι πολυτελείς βίλες ή οι ποτισμένοι με μαύρο χρήμα κήποι. Δεν το ένοιαζαν οι σχισμές στα πεζοδρόμια που πλημμύριζαν από βροχή και σάλιο. Τα κόκαλά του, σκελετωμένα και κίτρινα, ξεγύμνωναν τον εαυτό τους σαν ιερογλυφικά, κάτι διόλου παράδοξο, λαμβάνοντας κανείς υπόψη ότι το Αγρινό είχε πάρει θέση μούμιας στο χώρο» (σ.σ.79-80).
Ναι, η παρουσία της Μαρίας Α. Ιωάννου σηματοδοτεί, ίσως, την ύπαρξη μιας νέας, προικισμένης, λογοτεχνικής γενιάς της Κύπρου. Αλλά μέχρι αυτό να αποδειχτεί, κλείνω με την επισήμανση πως: «Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας» είναι μια ευρηματική και, σαν χάδι, τρυφερή συλλογή που διαβάζεται απνευστί.
Βεβαίως, το γράψιμο της Ιωάννου είναι, κατά την άποψή μου, στο μεγαλύτερο μέρος του υπαινιχτικό. Μοιάζει με θολό τζάμι - χρειάζεται να σκουπίσεις με το μανίκι το γυαλί, για να δεις τι υπάρχει στο απέναντι πεζοδρόμιο, στο απέναντι κατάστημα, στο απέναντι όνειρο. Καλύτερα όμως. Άμα είσαι αναγνώστης με απαιτήσεις, άμα σε γοητεύει, λίγο ή πολύ, η ψυχογραφική τεθλασμένη, τότε τα διηγήματα της συλλογής απευθύνονται σ' εσένα.
Μια βλεφαρίδα πέφτει - από πόσα στάδια θα περάσει, άραγε, η πτώση της; Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με το μικρό πολυέλαιο. Πέφτει ή μήπως ανεβαίνει; Μήπως πέφτει ανεβαίνοντας; Και από πότε έγινε ικανός να ερμηνεύει τις ανθρώπινες συμπεριφορές; Όσο για το Αγρινό, κατασκοπεύει εικόνες και πρόσωπα, σαν πράκτορας μυστικών υπηρεσιών - απλά και ουσιαστικά.
«Το Αγρινό έστεκε σε ένα γωνιακό κατάστημα (που πουλούσε γούνες από Ρωσία), κοιτάζοντας επίμονα τις φάτσες των επιχειρηματιών να περνούν και τα βρώμικα χέρια παραδίπλα καθαρμάτων. Το σώμα του παράμενε ακίνητο, ούτε μια τρίχα δεν κύρτωνε από τον άνεμο. Τίποτε απολύτως δεν τρυπούσε το χοντρό διάφανο γυαλί της βιτρίνας. Δεν μπορούσε να δει τις ακριβές τσάντες Cucci των γυναικών ούτε και τις σκοτεινές σκέψεις γερασμένων διεστραμμένων ανδρών. Είχε τις δικές του σκέψεις. Δεν έβλεπε ούτε τον ήλιο ούτε τα σύννεφα ούτε τη φρεσκογυαλισμένη με κερί Πόρσε στους στενούς δρόμους, μα ούτε και το κοριτσάκι με τα γυάλινα μάτια και το γλειφιτζούρι. Μόνο το είδωλό του στο γυαλί. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα πού βρίσκονταν οι πολυτελείς βίλες ή οι ποτισμένοι με μαύρο χρήμα κήποι. Δεν το ένοιαζαν οι σχισμές στα πεζοδρόμια που πλημμύριζαν από βροχή και σάλιο. Τα κόκαλά του, σκελετωμένα και κίτρινα, ξεγύμνωναν τον εαυτό τους σαν ιερογλυφικά, κάτι διόλου παράδοξο, λαμβάνοντας κανείς υπόψη ότι το Αγρινό είχε πάρει θέση μούμιας στο χώρο» (σ.σ.79-80).
Ναι, η παρουσία της Μαρίας Α. Ιωάννου σηματοδοτεί, ίσως, την ύπαρξη μιας νέας, προικισμένης, λογοτεχνικής γενιάς της Κύπρου. Αλλά μέχρι αυτό να αποδειχτεί, κλείνω με την επισήμανση πως: «Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας» είναι μια ευρηματική και, σαν χάδι, τρυφερή συλλογή που διαβάζεται απνευστί.
(ι) www.librofilo.blogspot.com
(...) Με την συλλογή διηγημάτων «Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας» της Ιωάννου, μεταφερόμαστε σε άλλο κλίμα και στυλ γραφής, περισσότερο σουρεαλιστικό και (με την δημιουργική έννοια) «πειραματικό», όπου η συγγραφέας «παίζει» με το παράλογο υποδόρεια και με φινέτσα χωρίς ευκολίες και συμβάσεις.Τα 15 μικρά διηγήματα της συλλογής, απηχούν προβληματισμούς και χιούμορ σε καταστάσεις άλλοτε γκροτέσκες και υπερεαλιστικές για να καταλήξουν στο ομώνυμο διήγημα του μικρού τόμου, όπου παρακολουθούμε την πτώση μιας βλεφαρίδας σε «slow motion». Τον τόνο βέβαια δίνει η εισαγωγή του βιβλίου, όπου αναφέρονται οι επιρροές της συγγραφέως. Από Μπέκετ, Ιονέσκο και Τ.Μόρισον, περνάμε στον Σαίξπηρ για να φτάσουμε στις ελληνικές επιρροές με Χρηστομάνο και την (υπέροχη) «Κερένια κούκλα» του και το «Κασσάνδρα και ο Λύκος» της Καραπάνου με τον Κάφκα να σχολιάζει «αφ’υψηλού», ενώ δεν λείπουν οι αναφορές (κάτι που περνάει "υπογείως" σε όλη την συλλογή) στην μονότονη επιμονή των συμπατριωτών της στην εισβολή του ’74 (...)
(κ) Γιώργος Ξενάριος, περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, τεύχος Μαίου 2012
Στα διηγήματα της Κύπριας Μαρίας Ιωάννου πολυέλαιοι βλέπουν κι αισθάνονται, βαλίτσες αποκτούν ανθρώπινη ταυτότητα, δέντρα και εικονικές οντότητες αποκτούν ανθρώπινη υπόσταση, βλεφαρίδες πέφτουν στη διάρκεια μιας αιωνιότητας ─ όλα προσπαθούν να πείσουν για ένα γοητευτικό ψεύδος: η ζωή ως μεταφορά.
Είναι πολλά τα βιβλία πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων που καταφεύγουν στο παλιό καλό τέχνασμα της προσωποποίησης με την πρόθεση να καταπλήξουν τον αναγνώστη. Τα περισσότερα από αυτά ─πράγμα που ισχύει και για άλλα είδη της λεγόμενης λογοτεχνίας του φανταστικού─ βυθίζονται σε μια εντυπωσιοθηρική παραδοξολογία, που συχνά τη συνοδεύουν η ανεξέλεγκτη εικονοποιία και η ρηχότητα της λογοτεχνικής σύμβασης.
Αυτά δεν ισχύουν για τη «Βλεφαρίδα». Η Μ.Α., ελέγχοντας το υλικό της, γράφει «ως εάν». Εκκινώντας, σε κάθε διήγημα ξεχωριστά, από την παραδοξολογική μεταφορά, καταφέρνει, αμέσως, να προσδώσει στο αντικείμενο συμβολικό περιεχόμενο και αξία, να το καταστήσει, σχεδόν, δρων πρόσωπο. Με μια ανεπαίσθητη αλλά αποτελεσματική μέθοδο μεταβαίνει από το φανταστικό στο πραγματικό, για να επιστρέψει, στο τέλος των διηγημάτων, εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει, έχοντας εν τω μεταξύ «πείσει» τον αναγνώστη για την αληθοφάνεια του μύθου της.
Αν η ανάγνωση έχει τα προαπαιτούμενά της ─κανένας αναγνώστης δεν προσέρχεται αθώος στο βιβλίο─, άλλο τόσο διαθέτει και ένα «μετά», που δεν περιλαμβάνει μόνο την καθαυτή αναγνωστική εμπειρία και την επίγευση που αφήνει το κείμενο, αλλά και ένα ερέθισμα προς αναστοχασμό, μια ελαφρά μετατόπιση της συνείδησης του αναγνώστη ως προς την πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Κι αυτή η μετατόπιση είναι πιο έντονη, όταν προκύπτει από κείμενα της λογοτεχνίας του φανταστικού.
Η «Βλεφαρίδα» της Μαρίας Ιωάννου καταφέρνει να χαρίσει στον αναγνώστη αυτή την «αίσθηση». Κινούμενη στο πλαίσιο που έχει χαράξει εκ των προτέρων γι’ αυτήν η κρατούσα πολιτισμική συνθήκη (δάνεια από το Διαδίκτυο, αλτέρνατιβ προθέσεις κλπ.), καταφέρνει να σταθεί όρθια παρά την πτώση της (και παρά τα εκβιασμένα, και μάλλον εύκολα, ευρήματα, αποτέλεσμα μιας εξαναγκαστικής καινοτομικής διάθεσης). Εξοπλισμένη αλλού με λυρισμό, αλλού με επινοητικότητα και φαντασία και αλλού με έναν γνήσιο λογοτεχνικό στοχασμό ─και παρά το γεγονός ότι σε ορισμένα σημεία ενδίδει σε ευκολίες, κυρίως μορφικού χαρακτήρα─, συνιστά μια ολοκληρωμένη πρόταση και, μαζί, μια αξιοσύστατη πρώτη εμφάνιση.