γ.ρ.ά.φ.ω
διηγήματα short stories μικροδιηγήματα micro fiction ποιήματα poems κείμενα texts



Total Pageviews

Wednesday, February 17, 2010

γαστερόποδο πνευμονοφόρο μαλάκιο (πριν το τελικό editing)

















Κάτι σαν το αίνιγμα της Σφίγγας. Τέσσερα τα πόδια, μετά δύο, μετά τρία, μετά...μετά...τίποτα. Μόνο που για εκείνον και για κάθε Κ. τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά κι αν τον έβλεπε η Σφίγγα να σέρνεται θα χασκογελούσε, μπορεί και να τον λιθοβολούσε, ή όπως συνήθιζε να κάνει – να τον σκότωνε για τη βλασφημία του. Ακούς εκεί να σέρνεται! Πόδια δεν είχε; Τότε δηλαδή που του 'κοψαν τα πόδια και του 'καψαν το σπίτι γιατί έτρεχε; Μόνο 36 χρόνια πέρασαν από τότε. Τι στο καλό... Όλο το αίνιγμα πήγαινε κατά διαόλου! 'Ερπονταν οι άνθρωποι στα λυόμενα σπίτια τους, στους δρόμους με τις λακούβες, στα ανύπαρκτα μέσα μεταφοράς. Η αλήθεια είναι πως κι εκείνος είχε πολύ καιρό να δει κάποιον να πατά γερά στη γη, να ακούει να διαχωρίζονται οι ήχοι από τις πατημασιές του. Τις περισσότερες φορές άκουγε ένα γλύψιμο του πατώματος που θύμιζε στεγνή σφουγγαρίστρα. Οι παραχαιδεμένοι μαθητές κουβαλούσαν τόνους από μελανιασμένα βιβλία στις πλάτες τους, οι εργαζόμενοι τον ξένο όρο workaholism και τη ματαιοδοξία τους, οι γέροι- ετοιμοθάνατοι- τις αναμνήσεις ενός “ένδοξου” παρελθόντος, κι ο φόβος...το φόβο...και δώστου τα πόδια να τρίβονται στα πεζοδρόμια και τους σκληρούς γρανίτες. Καμπουριάζοντας μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο, οι σπονδυλικές στήλες από ανθρώπινες μετατρέπονταν σε κόκκαλα τετραπόδων. Λες και το πάτωμα, το χώμα, η γη τους τράβαγε σαν μαγνήτες προς τα κάτω, πιάνοντας τους από τη μύτη και βυθίζοντας τους στο κενό. Πόσες τσίχλες μετρούσε, πόσες βλέννες και ακαθαρσίες στο μπετόν, πόσα τακούνια κι απεριποίητα νύχια έβλεπε, μικροοργανισμούς, μυρμήγκια, μεγάλα, μικρά. Ουρανό σχεδόν ποτέ. Αυτός ήταν προς τα πάνω κι εκεί τα όντα πετούσαν, δεν καθάριζαν τα σκατά των αδεσπότων με τις σόλες και το δέρμα τους.

Το σακί που κουβαλούσε τα τελευταία χρόνια το είχε αγοράσει από το IKEA για έναν και μοναδικό λόγο - “Χωράει όλη σας τη ζωή!”, ήταν το σλόγκαν της διαφημιστικής καμπάνιας. Εκείνο το διάστημα δεν ένιωθε ιδιαίτερα ζωντανός οπότε το αγόρασε χωρίς δεύτερη σκέψη. Ήταν πράγματι ανθεκτικό, καλό για όλες τις χρήσεις, κυκλικό, αδιάβροχο, ατσαλάκωτο, ελαστικό, ελαφρύ, φιλικό προς το περιβάλλον, σε διάφορα χρώματα, μοδάτο. Μπορούσε να μετατραπεί από ένα απλό σακί για ρούχα και αντικείμενα, σε ένα μεγάλο αντίσκηνο για εξορμήσεις στην εξοχή και κατασκηνώσεις, οπότε κουβαλώντας το στον ώμο συχνά ένιωθε πως είχε και ένα σπίτι για ώρα ανάγκης. Ωραίο θα ήταν να μοίραζαν τέτοια 36 χρόνια πριν, σκέφτηκε. Άλλοι τα παράγγελναν από το ίντερνετ αδειάζοντας τις κάρτες τους, άλλοι τα έφερναν από ένα ταξίδι στο εξωτερικό κι ας μην το μαρτυρούσαν σε κανέναν. Τα παραγέμιζαν, τα φούσκωναν κι αυτά μεγενθύνονταν, αποκτούσαν βάρος, λύγιζαν τα σώματα και πρόσταζαν τις πατούσες να γλύφουν ακόμη περισσότερο. Η Σφίγγα, λόγω τεράστιου χάσματος γενεών, δε μπορούσε να το κατανοήσει. Άλλοι έριχναν μέσα φαγητά της μαμάς σε τάπερ, άλλοι υπολογιστές και ακριβά i-pod, άλλοι όλα τα πιο πάνω κι ακόμη περισσότερα. Υπήρχαν κι αυτοί που έκρυβαν μέσα τα πτυσσόμενα στρώματα τους ή και καμιά κρεμάλα για στιγμές απελπισίας. Άλλοι πάλι όπλο για να σκοτώσουν – τόσο χαμηλά είχαν πέσει οι Κ. Επιταγές, συχνά ακάλυπτες, ράβδοι χρυσού, μετοχές εκεί μέσα, φόβ...τρόμος μπας και χαθούν τα πολύτιμα υπάρχοντα, μπας και χαθεί κι η περηφάνια μαζί, η ασφάλεια, το μεγάλο τίποτα. Ο τρόμος παραγέμιζε το σακί κι αυτό βάραινε ρίχνοντας τους στη γη, μετατρέποντας τους και πάλι σε βρέφη, μπουσουλώντας και σαλιαρίζοντας στα πεζοδρόμια. Τόσο, που άφηναν πίσω τους διάφανα, ασημίζοντα ίχνη κι έτσι οι δρόμοι γέμιζαν με ευθείες, λοξές, καμπυλωτές γραμμές, χαράσσοντας ένα χάος.

Κοιτάζοντας τον εαυτό του να αντικατοπτρίζεται στην καλογυαλισμένη βιτρίνα κάποιου καταστήματος είδε το νέο είδος Κ. να εξελίσσεται, το γαστερόποδο πνευμονοφόρο μαλάκιο, σαλιγκάρι ανθρωπόμορφο, να σέρνεται, αφήνοντας γλοιώδη ίχνη, κουβαλώντας όλη του τη ζωή στην πλάτη, τα ψέματα τόσων χρόνων, ένα πιθανό σπίτι σε περίπτωση θεομηνίας, οικογενειακής ή οικονομικής κρίσης.

Τύψεις, σήψεις στα σωθικά.

Στο βάθος της βιτρίνας η εικόνα κάποιου Αγίου να τον κοιτάζει κατάματα. 55 ευρώ. Παραδίπλα ένας δονητής με λέιζερ. Απέναντι, ένα παλιό σύνθημα σε τοίχο.

Λίγα εκατοστά πιο δεξιά, στο πεζοδρόμιο, ένα αληθινό σαλιγκάρι διαλυμένο σε κομμάτια, πιθανότατα από κάποιου την πατούσα ή γόνατο.

Το κέλυφος του θρυμματισμένο. Κανένα ίχνος από αυτό. Λιώμα.

Μόνο κάποια διακριτικά, ασημένια ίχνη να σταματούν στο σημείο...

ΜΙ, February 2010


Thursday, February 11, 2010

(untitled)



















The moment I sipped my coffee
the sky changed colour
creating unfamiliar shapes
The fish with a man’s face visited me again
In the cup
In the sky
In my head

It said nothing but switched
into a man with the face of a fish
that rushed into the river
I called vein,
soaking in my fluids and sucking
my breasts

Was this the end of it?
I wanted it to end
The man - the fish -the cup
stuck on my stomach,
draining, drilling
life

He
Not it
He
He
Stood before me,
flaming my liver and bones, and said:

Drink your coffee! And don't wait up for me!”


MI, 2010