γ.ρ.ά.φ.ω
διηγήματα short stories μικροδιηγήματα micro fiction ποιήματα poems κείμενα texts



Total Pageviews

Saturday, November 19, 2011

TILL DEATH DO US PART

I opened the door and got a 1-centimeter thick and 4-centimeter long bullet right into my head. It’s not important who pulled the trigger. The fact is that the bullet opened a big hole on my forehead spilling my brains out. My last words were ‘Fuck!’ and then I turned into thin air.

No actually that’s wrong.

I opened the door and saw a hairy guy fucking my wife on the sofa. I turned into an invisible man. I locked myself back in the car. I had a fine car. A BMW with leather seats and Kleenex at the back, a CD player and a navigator. I shut the windows and turned the radio really loud so that I wouldn’t hear my screams and my swearing. My Rolex stopped. I punched it on the glass and it broke like cheap wine glass. I went back into the house and saw them trying to find their clothes and underwear somewhere between my chair and the boy’s lego. They stood like mutes in a carnival parade, melting. I smelled their bodies in the air and just wanted to throw up. I wanted to tell her that she was a bitch and that he was a bastard and a cunt but they melted on the floor so badly, I couldn’t see their bodies or faces any longer. I didn’t want to say anything to a mass of flesh scattered on superb quality tiles. I blinked exactly two times. There they were, looking at me like cows:

I..we..e…mm…you…sor…pl…don’t…it’s…what…but…I…we…sor…pl…don’t…it’s…eee…no…pl…emm…ooo…aaa….emm…no…please…sorry…we…you…you…you…you…I..we..e…mm…you…sor…pl…don’t…it’s…what…but…I…we…sor…pl…don’t…it’s…eee…no…pl…emm…ooo…aaa….emm…no…please…sorry…we…you…you…you…you…you…you…you…I…we…the…the…we…we…I…you…

Each incomplete syllable stabbed bones and muscles but I felt nothing. I was still invisible. I passed through the kitchen door and right where the drawers were. I opened the first one. I closed it. I opened the other one. I got the two big knives and stabbed them twice at the front and twice at the back. I saw their desperate faces losing consciousness like one would kill a dog in the street at midnight and feel absolutely null. Then I chopped them like meat and put them into big plastic bags with perfumed toilet tablets in their mouths to block the bad smell. I dragged them to my freshly washed BMW and tossed them in the trunk like lamp chops.

No actually that’s wrong. And this is not a Hollywood movie.

I stayed in the BMW.

I never got back in.

I never got those two knives.

I cried like a baby, right in front of my high-tech navigator.

The Kleenex box was empty.

I had to wipe everything off with my silk Armani shirt.


MI



Thursday, November 17, 2011

ΣΕΣΟΥΑΡ

ΤΟ ΒΟΥΗΤΟ συνέχιζε.
Βουυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυ

Φούσκωνε και εισχωρούσε σαν τρυπάνι στ' αυτιά της, κλέβοντας της την ακοή κι όχι μόνο. Δεν ένιωθε τον πόνο πια. Άκουγε μόνο τον απροσδιόριστο ήχο του, τα κατάλοιπα του υπό μορφή λακ, τζελ για γερό κράτημα και κακαρίσματος.

Βουυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυ

Ο ήχος σήμερα ήταν απλά το σεσουάρ του κομμωτηρίου. Ζεστάθηκε. Ξεκούμπωσε λίγο την μπλούζα. Ο μαθητευόμενος κομμωτής της χαμογέλασε καίγοντας της τουλάχιστον μια τούφα. “Σ' έκαψα ε; Συγγνώμη φιλενάδα! Πάει μόνο του κάποτε το ρημάδι!”.

Δεν απάντησε αφού δεν είχε νιώσει απολύτως τίποτα. Και ο Σαμψών να ήταν και να της έκαιγε όλα τα μαλλιά πάλι δε θα την ένοιαζε.

Έχουμε σε όλα τα είδη και χρώματα. Περούκα Χίπις 19.95 €, τα συνήθη μεγέθη των περουκών είναι 4:
Πολύ Μικρό – Ταιριάζει σε κεφάλια 48cm – 51cm
Μικρό – Ταιριάζει σε κεφάλια 51cm – 54cm
Μεσαίο - Ταιριάζει σε κεφάλια 54 cm – 57cm
Μεγάλο - Ταιριάζει σε κεφάλια 57cm – 61cm
(90% των γυναικών φορούν το Μεσαίο μέγεθος θα σαι μια χαρά) – όχι καλέ δε θα ζεσταίνεσαι, η κάθε τρίχα περιέχει κενό αέρα κι έτσι είναι φυσικότατη – δε θα καταλάβει κανείς τίποτα – έχουμε περούκα από αλογότριχα, ανθρώπινη τρίχα, μαλλί, φτερά, τα πάντα!”

Θα διάλεγε την Περούκα “Μαρκήσιος”, αυτήν θα διάλεγε, μπορεί και την “Σεσίλια”, όχι όχι, την “Σίσσυ Ξανθιά” (το μοντέλο στη φωτογραφία γελούσε στο φακό και κάπνιζε με νάζι), ναι το είχε αποφασίσει αυτήν θ' αγόραζε...ένα τελευταίο χτένισμα λοιπόν...ούτε αυτό δεν μπορούσε να χαρεί με τον μαθητευόμενο που πριν λίγα λεπτά είχε πλημμυρίσει όλο της το τύμπανο με σαμπουάν και μπουρμπουλήθρες...αει στο καλό!

Το βουητό από το σεσουάρ την νάρκωνε κι αυτή ξεχνούσε.

Θυμήθηκε το κρεβάτι της εκείνο το πρωί, υγρό. “Γιατί σ' εμένα!”, φώναξε μέσα της. Ο νεαρός κομμωτής αγχώθηκε απ' το τράνταγμα της. Μια ξανθιά έγκυος μπήκε τσιρίζοντας για το παρκινγκ. Δεν την άκουσε. Είχε καρφώσει το βλέμμα της στο γυάλινο σταντ κάτω ακριβώς από τον καλογυαλισμένο καθρέφτη.

Βρισκόταν κι αυτή εκεί, ανάμεσα στις λακ και τα ψαλίδια. Το πρόσωπο της να αντικατοπτρίζεται στο γδαρμένο γυαλί, να νιώθει καρούμπαλα να εξέχουν δεξιά κι αριστερά απ'το κεφάλι της, το βουητό να συνεχίζει, τούφες να τσουρουφλίζονται, ξανθές και μελαχρινές να μπαίνουν και να βγαίνουν. Αυτή εκεί. Παγιδευμένη από το βουητό του σεσουάρ, την χτένα του άτσαλου κομμωτή, τα καθρεφτάκια δεξιά κι αριστερά. Αυτή μέσα στο γυαλί κι όλοι οι άλλοι εκεί έξω να συζητούν, ν' αναμασούν, να φτύνουν φαρμάκι στις τρίχες στο πάτωμα. “Πήγαινε γυρεύοντας!” (Μμμμμ) “Μαλβίδες με τον γκόμενο...” (Αχά) “Τ' άκουσες για τον...πως το λένε καλέ...τον...τον....” (ποιον;) “Οι ανταύγειες καίνε το μαλλί;” (Τσου) “Πολύ ήσυχοι όλοι σήμερα” (Ο καιρός φταίει) (Αχά) (Ναι) (Μμμμ)

Ήθελε να πει σ' όλους απλά να σκάσουν, να το βουλώσουν, να μη μιλούν άλλο, δεν άντεχε, δεν άντεχε να τους ακούει, τα δάχτυλα ιδρωμένα να ξεφυλλίζουν τα περιοδικά, τα τσιμπιδάκια να πέφτουν δήθεν τυχαία στο πάτωμα, τα σπρέι τα χρέη τα πέη του καθενός, τον καθρέφτη να την ξεγυμνώνει τόσο, να της βγάζει τα ρούχα ένα ένα να την αφήνει μόνο με το βρακί, να την κοιτάζει, να κοιτάζει το στήθος της, να γελά δυνατά, δυνατααααααααααααβουυυυυυυυυυυυυυυυυυυ να συνεχίζει το σεσουάρ, δυναταααααα να γελά ο καθρέφτης με το άδειο σουτιέν της - “Ποιον πας να κοροϊδέψεις;”, να της λέει, “Άβυζη ε άβυζη και λες τον εαυτό σου γυναίκα!”, να συνεχίζει, να της τραβά το δέρμα και τις ουλές, να ζωγραφίζει θηλές γύρω γύρω με βαφή χτενίσματος βουυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυ το σεσουάρ (Ναι) (Μμμμ) (Αχά) (Θέλω αλλαγή σήμερα) (Μην τα κόψεις πολύ) (Μάλιστα) (Τστστσ)

Για πρώτη φορά είδε ένα πρόσωπο γερασμένο. Το είδωλο της στο γυαλί, μάγουλα ρουφηγμένα, μάτια εξογκωμένα.

Γυμνή. Μια ακόμη τούφα να πέφτει μπροστά στα μάτια της.

Στάχτη να γίνεται.

ΜΙ, 2011
photo: Anne Bancroft Hairdryer/The Pumpkin Eater (Jack Clayton, 1964)