γ.ρ.ά.φ.ω
διηγήματα short stories μικροδιηγήματα micro fiction ποιήματα poems κείμενα texts



Total Pageviews

Thursday, December 29, 2011

Ηλεκτρονικός Βαρυποινίτης
















Φοβάμαι πως δε θα βγω ποτέ από δω μέσα γιατρέ. Τρέμω στην ιδέα πως κάποια στιγμή τα πολύχρωμα καλώδια θα μεταμορφωθούν σε ηλεκτροφόρα πλοκάμια και θα με κάψουν βίαια, αδίστακτα. Η ταφή μου στο recycle bin θα είναι το θέμα της ημέρας για όλα τα δεδομένα και τις εικόνες του desktop. Θα γελάνε με φατσούλες τα καλώδια-δολοφόνοι γιατρέ, κι ενώ εγώ θα βρίσκομαι σε μια κατάσταση αναμονής λίγο πριν το τέλος, αυτά θα μου ρίχνουν τόνους από μπάζα, συμπιεσμένα γράμματα και μισοφαγωμένα εικονίδια. Κάποια θα με βρίσκουν στο κεφάλι, θα τo ανοίγουν στα δύο και θα καταβροχθίζουν σαν όρνεα το λιγοστό μυαλό που μου έχει απομείνει. Έχω ερωτευτεί το google γιατρέ στο χω ξαναπεί; Κάνω τραμπολίνο σε χιλιάδες γράμματα καθημερινά μόνο και μόνο για να το βλέπω να μου ξεδιπλώνει την πολυπλοκότητα του. Αν και είναι σχετικά στενάχωρα εδώ μέσα – vive la technologie! – δεν υπάρχει ομορφότερη στιγμή από το να ξυπνά κανείς μέσα σε έναν εικονικό ωκεανό χωρίς κύματα ή σ' έναν αμμόλοφο που θυμίζει Σαχάρα χωρίς όμως την καυτερή και αφιλόξενη της άμμο. Είναι μέρες που αράζω μέσα σε κάποιον ανώνυμο folder – υποψήφιο για θανατική ποινή όπως κι εγώ. Δε μπορείς να φανταστείς τι κουβέντες μπορείς να ανταλλάξεις μ' έναν άλλο βαρυποινίτη που πλησιάζοντας στο τέλος της ηλεκτρονικής ζωής του εύχεται να μην είχε γεννηθεί ποτέ μα ταυτόχρονα χαίρεται που εγκαταλείπει την αδίστακτη μοναξιά του. Κάποτε σκαρφαλώνω πάνω στα εικονίδια, χωρίς να λαχανιάζω, για να θαυμάσω τη θέα από ψηλά – το γραφείο μου που είναι πλημμυρισμένο από στυλό Bic και μουντζουρωμένα χαρτάκια και τη μάνα μου που κάθεται στο βάθος σε μια πολυθρόνα, περιμένοντας με να βγω από δω μέσα. Κάτι τέτοιες στιγμές η θέα μου δεν είναι και τόσο ευχάριστη, θέλω να κλάψω πραγματικά μα ο εικονικός κόσμος δε με αφήνει, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να της αφήσω μια λυπημένη φατσούλα στο msn μα η μάνα μου δεν ξέρει να το χρησιμοποιεί οπότε η φατσούλα μένει απλά εγκλωβισμένη κι αυτή, χωρίς κάποιον παραλήπτη. Ήταν πολλές οι φορές που προσπάθησα να της εξηγήσω γιατί παραμένω κλειδωμένος εδώ μέσα, πως εδώ τα συναισθήματα είναι λιγότερο επώδυνα και πως ο θάνατος προσδιορίζεται από το απλό πάτημα ενός κουμπιού και τίποτα φρικιαστικό, πως η θλίψη της απώλειας δεν μπορεί να εκτονωθεί με δάκρυα αλλά με διάσπαρτα δεδομένα που ταξιδεύουν από ιστοσελίδα σε ιστοσελίδα, αποπροσανατολισμένα κι αυτά, μηχανικά. Αύριο θα κάνω google την Τζαμάικα και θα ξεχαστώ για μια ακόμη φορά. Είναι ωραία και χαλαρά εκεί και καπνίζουν ασύστολα μαριχουάνα. Ένα κουμπί φοβάμαι κι αυτό είναι το delete. Σκέφτηκα πολλές φορές να το πατήσω να τελειώνουμε μ' αυτήν την ιστορία μα άλλαξα γνώμη, μαγεμένος από τα applications του facebook και τις εναλλαγές που μου δείχνουν πως η ζωή συνεχίζεται ότι και να γίνει και πως στο ίντερνετ δεν υπάρχει η λέξη θάνατος μα μια ανεξήγητη αίσθηση αιωνιότητας. Οι φίλοι μου απορούν γιατί τους στέλνω μόνο e-mail, γνωστοί και άγνωστοι συνεχίζουν τα συλληπητήρια μα εγώ κουράστηκα με αυτό το παραλήρημα του κόσμου που εξιτάρεται από την φρίκη και δε μπορεί να νιώσει ούτε το 1% από τον πόνο που νιώθω εγώ. Σήμερα ανακάλυψα ένα κορίτσι με βαθύ ντεκολτέ και της έστειλα ένα e-mail γνωριμίας. Δε γνωρίζει πως εδώ και λίγο καιρό κατοικώ μέσα στον υπολογιστή μου αλλιώς θα μου απαντούσε και θα με ρωτούσε «μα πώς κοιμάσαι εκεί μέσα;», «έχει σουπερμάρκετ να ψωνίζεις;», «μα μόνο μέσω ίντερνετ θα συναντιόμαστε;», «μα δεν είσαι ο γιος του...που πέθανε στο...», «εκεί μέσα νερό βρίσκεις να πιεις;», «σ' αρέσουν τα τρισδιάστατα πορνό;», «δε σιχαίνεσαι να βλέπεις το βυζί ή τον κώλο κάποιου από τόσο κοντά;», «θες να σου στείλω φωτογραφίες μου;», «θες να κάνουμε cyber sex;», «συλλυπητήρια...», «η ζωή συνεχίζεται...», «θα τιμωρηθούν οι ένοχοι...», «καλή σου τύχη...». Μα δεν έχεις ξανακατοικήσει μέσα σε έναν υπολογιστή γιατρέ; Να ξέρεις πως όσο έχεις ρεύμα ή μπαταρία δεν σκοτεινιάζει ποτέ. Προτείνω να μετακομίσεις εδώ μέσα μαζί μου. Θα έχεις την καλύτερη θέα του κόσμου! Ξέρεις όμως τι μου λείπει; Η βροχή. Η αίσθηση της σταγόνας στο μέτωπο, η γεύση της στο στεγνό ουρανίσκο, το άγγιγμά της που δεν έχει καμία σχέση με το άψυχο εσωτερικό ενός υπολογιστή σε αποσύνθεση. Κι ο ήλιος μου λείπει γιατρέ. Όχι ο ήλιος που σκοτώνει αλλά αυτός που φωτίζει πραγματικά και όχι εικονικά τον ουρανό. Μου λείπει κι αυτός γιατρέ. Μου λείπει το ότι δεν έκανα save ούτε μια φωτογραφία του ή που δεν τον έπεισα ποτέ να κάνει profile στο facebook. Αλλιώς θα τον έβλεπα εδώ μέσα και όχι στη φωτογραφία του πάνω στο γραφείο μου που τώρα μένει έρημο χωρίς εμένα. Ξέρεις γιατρέ εδώ μέσα σπάνια πεθαίνει κανείς – μένει πατέρας σου για πάντα ακόμη και μετά θάνατον – κάποτε δεν αντέχεις άλλο, θες απλά η εικόνα να χαθεί, μα είναι φορές που την επιζητάς, είναι φορές που κλεισμένος σε μια οθόνη και ζωσμένος από καλώδια και δίσκους εύχεσαι να μπορούσες να διαπεράσεις το γυαλί και να φιλήσεις τη μάνα σου παρηγορητικά στο μάγουλο. Μα είναι αργά γιατρέ. Ούτε εσύ, ούτε η μάνα σου, ούτε κι οι υπόλοιποι θα είναι ποτέ ίδιοι. Μόνο ο υπολογιστής κι η εικονική του πραγματικότητα που σε γιατρεύει – που νομίζεις πως σε γιατρεύει. Οπότε μη με ξαναρωτήσεις γιατί κλείστηκα εδώ μέσα. Εδώ πετάς γιατρέ. Εδώ τουλάχιστον ακόμη πετάς.

MI

Έπαινος στο 2ο Διαγωνισμό Διηγήματος "ΛόγωΤέχνης 2011"

πηγή - http://www.artmag.gr/art-articles/arthistory-of-a-piece

photo source - http://www.helpforinternetaddictions.com/

το Χριστουγεννιάτικο διήγημα "Ο Τελευταίος" στο onestory.gr

http://www.onestory.gr/post/14937864824
(photo source - http://images.mocpages.com)


«Δε φταις εσύ που σε κατάντησαν σούργελο!», του λέω.

Με καρφώνει με ύφος εγκαταλελειμμένου παιδιού. Το πρόσωπό του μοιάζει με ξεφουσκωμένη πουτίγκα, χωρίς τη ζάχαρη.
Κλέβω ένα απ’ τα εκατομμύρια λαμπιόνια του κι αυτός με κοιτάζει παλαβά, σαν μυξιάρικο που του ‘κλεψαν τη σοκολάτα. 
Το σύρμα που τον τυλίγει έχει μήκος τουλάχιστον καμιά χιλιάδα μέτρα, είναι μέρες που μοιάζει με  μεταξοσκώληκα, οι λάμπες του θυμίζουν λέπια προϊστορικού ψαριού και δεν ανάβουν με το συνηθισμένο τρόπο. Έχει μια γεννήτρια δεμένη καλά στο δεξί του πόδι. Εκεί πάνω κάθεται, εκεί κοιμάται, εκεί τρώει, εκεί σκέφτεται όταν έχει σκέψεις, απ’ εκεί τροφοδοτεί το υπερθέαμα της ύπαρξής του. 
«Χιονόμπαλες για σκουλαρίκια, ρεντίκολο έχεις γίνει!», του φωνάζω.
Μου ρίχνει στολίδια σφαίρες για να βγάλω το σκασμό, απ’ τα ελαφριά και τ’ ακριβά που ξεβάφουν εύκολα. 
Μετά τα μαζεύει ένα ένα, μετανιωμένος, τοποθετώντας τα και πάλι στην ίδια θέση. Ένα αγγελάκι στο κεφάλι, μια πεταλούδα στ’ αχαμνά, δυο καμπάνες μισοσπασμένες στα γόνατα και μια μπάλα με τη φωτογραφία του Ομπάμα στον κώλο. 
«Ντροπή σου!», του φωνάζω.
Αρχίζει να χασκογελά με μια πρωτόγνωρη παράνοια. Βλέπω στο βάθος τ’ ουρανίσκου του υπολείμματα από κέικ και μισοφαγωμένα γλυκά. Βρωμά η ανάσα του. Μοιάζει να την έχει συνηθίσει. 
Τα συνθήματα που τον διακοσμούν έχουν σβηστεί απ’ το χρόνο. Το αίμα αυτών που χάθηκαν στους δρόμους έχει πάρει πια τη μορφή κόκκινης διακοσμητικής κορδέλας. Γυαλίζει στο σκοτάδι. Και το σκοτάδι δε φτιάχτηκε για να γυαλίζει τις γιορτές.
“Ακόμη τους κουβαλάς μαζί σου;”, τον ρωτώ. “Άραγε τους θυμάσαι ή τους έχεις ξεχάσει;”.
Ρίχνει μια αυτοσχέδια μολότοφ στα μαλλιά και φλέγεται σαν αστέρι. Αααααααα…ουάουυυυυ…γεμίζει ο αέρας επιφωνήματα, ρουφούν τ’ οξυγόνο σαν πιράνχας….ααααααα…ωωωωωω…όλοι τον θαυμάζουν! 
Η πραγματικότητα είναι πάντα το τελευταίο, είπε κάποτε ο Hermann Kinder. Κι ο δικός μου Δεκέμβρης είναι σίγουρα τελευταίος, γιατί τον βλέπω τώρα να με κοιτάζει βουρκωμένος και σκιάζομαι. Πρώτη φορά βλέπω δάκρυα πασπαλισμένα με στάχτη.
“Τον Αλέξη Γρηγορόπουλο τον θυμάσαι;”, τον ρωτώ. 
«Ο Χειμώνας πέθανεεεεε!», τσιρίζει. 
Αναβοσβήνει χωρίς νόημα, καμπάνες χτυπούν, τύμπανα ηχούν, μπισκότα αχνίζουν απ’ τις μασχάλες του, έτοιμος είναι να χεστεί απ’ το φόβο! Θυμάται.
«Ο Χειμώνας πέθανε πέθανε πέθανεεεεεε!!!»
Θέλω να του πω πως το πολύ φως του ‘καψε τον εγκέφαλο. Αυτοί που έκλεψαν το Χειμώνα δεν μπορεί να είναι δολοφόνοι! Αλλιώς θα σκότωναν την ίδια τους την έμπνευση, και τότε  πώς θα ζούσαμε δίχως την Τέχνη. 
Περπατά βαριά, ξεφυσώντας σκόρπιες λέξεις, βαρετές. 
«Δεν έχεις τίποτα άλλο να μου ευχηθείς;», του λέω.
Ξερνά την λέξη “Καλά” στο ένα μου παπούτσι και τη λέξη “Χριστούγεννα” στο άλλο. Μετά τις σκουπίζει και τις δύο με μια περίεργη γενειάδα από χρησιμοποιημένα εξτένσιονς.  “Καλή Χρονιά” δε μου λέει, αυτή είναι ευχή του Γενάρη κι όχι δική του. 
Οι τσέπες του βρεγμένες. Κρυώνει. Μαζεύει χιόνι τεχνητό, λες και μπορεί να το κρατήσει αιώνια.
«Ρε βλάκα! Το χιόνι λιώνει! Δεν είναι κέρμα να το κρατήσεις στις τσέπες!», του λέω χαριτωμένα προσπαθώντας να σπάσω για λίγο τον πάγο μεταξύ μας.
Απομακρύνομαι. Ξέρω πως και απόψε θέλει να μείνει μόνος. Τον βλέπω πια από μακριά, λυμφατικό, ηττημένο, ν’ αναβοσβήνει σαν τεράστιο κερί χωρίς την φλόγα. 
Κόβω δυο τριαντάφυλλα και τ’ αφήνω ευλαβικά στη μέση του δρόμου. Το ψεύτικο χιόνι πέφτει αργά μα λιώνει πολύ πριν να τ’ αγγίξει. 
Σκύβω το κεφάλι με σοκαριστική για τα δικά μου δεδομένα υποκρισία.
«Ο Χειμώνας πέθανε και μαζί του κι η έμπνευση», λέω πια συνειδητοποιημένα στον εαυτό μου.
«Ο Χειμώνας πέθανε και μας έμεινε ο Δεκέμβρης…»

ΜΙ