γ.ρ.ά.φ.ω
διηγήματα short stories μικροδιηγήματα micro fiction ποιήματα poems κείμενα texts



Total Pageviews

Thursday, December 29, 2011

το Χριστουγεννιάτικο διήγημα "Ο Τελευταίος" στο onestory.gr

http://www.onestory.gr/post/14937864824
(photo source - http://images.mocpages.com)


«Δε φταις εσύ που σε κατάντησαν σούργελο!», του λέω.

Με καρφώνει με ύφος εγκαταλελειμμένου παιδιού. Το πρόσωπό του μοιάζει με ξεφουσκωμένη πουτίγκα, χωρίς τη ζάχαρη.
Κλέβω ένα απ’ τα εκατομμύρια λαμπιόνια του κι αυτός με κοιτάζει παλαβά, σαν μυξιάρικο που του ‘κλεψαν τη σοκολάτα. 
Το σύρμα που τον τυλίγει έχει μήκος τουλάχιστον καμιά χιλιάδα μέτρα, είναι μέρες που μοιάζει με  μεταξοσκώληκα, οι λάμπες του θυμίζουν λέπια προϊστορικού ψαριού και δεν ανάβουν με το συνηθισμένο τρόπο. Έχει μια γεννήτρια δεμένη καλά στο δεξί του πόδι. Εκεί πάνω κάθεται, εκεί κοιμάται, εκεί τρώει, εκεί σκέφτεται όταν έχει σκέψεις, απ’ εκεί τροφοδοτεί το υπερθέαμα της ύπαρξής του. 
«Χιονόμπαλες για σκουλαρίκια, ρεντίκολο έχεις γίνει!», του φωνάζω.
Μου ρίχνει στολίδια σφαίρες για να βγάλω το σκασμό, απ’ τα ελαφριά και τ’ ακριβά που ξεβάφουν εύκολα. 
Μετά τα μαζεύει ένα ένα, μετανιωμένος, τοποθετώντας τα και πάλι στην ίδια θέση. Ένα αγγελάκι στο κεφάλι, μια πεταλούδα στ’ αχαμνά, δυο καμπάνες μισοσπασμένες στα γόνατα και μια μπάλα με τη φωτογραφία του Ομπάμα στον κώλο. 
«Ντροπή σου!», του φωνάζω.
Αρχίζει να χασκογελά με μια πρωτόγνωρη παράνοια. Βλέπω στο βάθος τ’ ουρανίσκου του υπολείμματα από κέικ και μισοφαγωμένα γλυκά. Βρωμά η ανάσα του. Μοιάζει να την έχει συνηθίσει. 
Τα συνθήματα που τον διακοσμούν έχουν σβηστεί απ’ το χρόνο. Το αίμα αυτών που χάθηκαν στους δρόμους έχει πάρει πια τη μορφή κόκκινης διακοσμητικής κορδέλας. Γυαλίζει στο σκοτάδι. Και το σκοτάδι δε φτιάχτηκε για να γυαλίζει τις γιορτές.
“Ακόμη τους κουβαλάς μαζί σου;”, τον ρωτώ. “Άραγε τους θυμάσαι ή τους έχεις ξεχάσει;”.
Ρίχνει μια αυτοσχέδια μολότοφ στα μαλλιά και φλέγεται σαν αστέρι. Αααααααα…ουάουυυυυ…γεμίζει ο αέρας επιφωνήματα, ρουφούν τ’ οξυγόνο σαν πιράνχας….ααααααα…ωωωωωω…όλοι τον θαυμάζουν! 
Η πραγματικότητα είναι πάντα το τελευταίο, είπε κάποτε ο Hermann Kinder. Κι ο δικός μου Δεκέμβρης είναι σίγουρα τελευταίος, γιατί τον βλέπω τώρα να με κοιτάζει βουρκωμένος και σκιάζομαι. Πρώτη φορά βλέπω δάκρυα πασπαλισμένα με στάχτη.
“Τον Αλέξη Γρηγορόπουλο τον θυμάσαι;”, τον ρωτώ. 
«Ο Χειμώνας πέθανεεεεε!», τσιρίζει. 
Αναβοσβήνει χωρίς νόημα, καμπάνες χτυπούν, τύμπανα ηχούν, μπισκότα αχνίζουν απ’ τις μασχάλες του, έτοιμος είναι να χεστεί απ’ το φόβο! Θυμάται.
«Ο Χειμώνας πέθανε πέθανε πέθανεεεεεε!!!»
Θέλω να του πω πως το πολύ φως του ‘καψε τον εγκέφαλο. Αυτοί που έκλεψαν το Χειμώνα δεν μπορεί να είναι δολοφόνοι! Αλλιώς θα σκότωναν την ίδια τους την έμπνευση, και τότε  πώς θα ζούσαμε δίχως την Τέχνη. 
Περπατά βαριά, ξεφυσώντας σκόρπιες λέξεις, βαρετές. 
«Δεν έχεις τίποτα άλλο να μου ευχηθείς;», του λέω.
Ξερνά την λέξη “Καλά” στο ένα μου παπούτσι και τη λέξη “Χριστούγεννα” στο άλλο. Μετά τις σκουπίζει και τις δύο με μια περίεργη γενειάδα από χρησιμοποιημένα εξτένσιονς.  “Καλή Χρονιά” δε μου λέει, αυτή είναι ευχή του Γενάρη κι όχι δική του. 
Οι τσέπες του βρεγμένες. Κρυώνει. Μαζεύει χιόνι τεχνητό, λες και μπορεί να το κρατήσει αιώνια.
«Ρε βλάκα! Το χιόνι λιώνει! Δεν είναι κέρμα να το κρατήσεις στις τσέπες!», του λέω χαριτωμένα προσπαθώντας να σπάσω για λίγο τον πάγο μεταξύ μας.
Απομακρύνομαι. Ξέρω πως και απόψε θέλει να μείνει μόνος. Τον βλέπω πια από μακριά, λυμφατικό, ηττημένο, ν’ αναβοσβήνει σαν τεράστιο κερί χωρίς την φλόγα. 
Κόβω δυο τριαντάφυλλα και τ’ αφήνω ευλαβικά στη μέση του δρόμου. Το ψεύτικο χιόνι πέφτει αργά μα λιώνει πολύ πριν να τ’ αγγίξει. 
Σκύβω το κεφάλι με σοκαριστική για τα δικά μου δεδομένα υποκρισία.
«Ο Χειμώνας πέθανε και μαζί του κι η έμπνευση», λέω πια συνειδητοποιημένα στον εαυτό μου.
«Ο Χειμώνας πέθανε και μας έμεινε ο Δεκέμβρης…»

ΜΙ

No comments:

Post a Comment